- φιλόθηλυς
- φῐλό-θηλυς, υ,A loving the female sex or females, Ael.NA2.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλόθηλυς — υ, Α αυτός που αγαπά πολύ το θηλυκό γένος, που τού αρέσουν πολύ τα θηλυκά («ἕκαστος [ἱέραξ] ἐστὶ δεινῶς φιλόθηλυς», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θῆλυς (πρβλ. ἀρρενό θηλυς)] … Dictionary of Greek
θήλυς — εια, υ (Α θῆλυς, εια, υ θηλ. και επικ. τ. θήλεα) αυτός που είναι γένους θηλυκού, ο θηλυκός 2. φρ. «το θήλυ γένος» το γένος τών γυναικών 3. (για φυτά) ο καρποφόρος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θήλυ η γυναίκα νεοελλ. (για άνθη) αυτός που έχει ύπερο και… … Dictionary of Greek